- στυλωτός
- στῡλ-ωτός, ή, όν,A having pillars, Sch.Il.20.11.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στυλωτός — ή, όν, Α [στυλῶ] αυτός που στηρίζεται με στύλους, στυλωμένος, υποστυλωμένος … Dictionary of Greek
στυλωταί — στυλωτός having pillars fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυλωτάς — στυλωτά̱ς , στυλωτός having pillars fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)